Τι δεν καταλαβαίνεις;  Ένα ‘’σερφάρισμα’’  στο ‘’λεξικό’’ Slang*   ίσως σε βοηθήσει.

Νέες λέξεις, άγνωστες,  ‘’σκάνε μύτη’’ συνέχεια.

Η γλώσσα αλλάζει με τις εποχές και πολλές φορές δεν καταλαβαίνουμε τους νέους κώδικες  ή λέξεις που χρησιμοποιούν  κυρίως  οι νεότερες γενιές. Το internet, τα trends, το κινητό, οι μουσικές τάσεις, η μόδα επηρεάζουν και τη γλώσσα όπως βέβαια πάντα συνέβαινε σε διάφορες εποχές από άλλες αιτίες. Πόσες λέξεις από άλλες γλώσσες για παράδειγμα δεν έχουμε υιοθετήσει και βέβαια, πόσες ακόμη περισσότερες από την πολύ πλούσια Ελληνική γλώσσα είναι διεθνείς όροι.

Τι  είναι  το Slang* ;  Είναι ένα μοντέρνο λεξικό, η εξέλιξη της ‘’Αργκό’’  που με τη σειρά της αποτελείται από λέξεις ή φράσεις που μας είναι μερικές φορές ακαταλαβίστικες. Αν γκουγλάρετε ή σερφάρετε ( νέες λέξεις κι αυτές) θα εκπλαγείτε από τους  20.000 και πλέον νέους ορισμούς που χρησιμοποιούν οι νέοι αλλά και όσοι τους αρέσει να φτιάχνουν δικούς τους τρόπους επικοινωνίας , μπερδεύοντας τάσεις, μόδες, ορολογίες από το διαδίκτυο,  greeklish κλπ.

Αλιεύσαμε 20 λέξεις και με κάποιες πιο καινούργιες  πιαστήκαμε αδιάβαστοι. Είναι όμως  πράγματι διασκεδαστικό. Έχει fun όπως θάλεγε και κάποιος οπαδός αυτής της γλώσσας.

Αγάπες και λουλούδια: Καλοπιάσματα, προσπάθεια συμφιλίωσης ή ξεγελάσματος.

Χταπόδι: Πολλαπλή εξαγωγής κινητήρα εσωτερικής καύσεως.

Μαδαφάκας: Εξελληνισμένη εκδοχή του motherfucker (αμερικάνικη βρισιά).

Μοντιφάδικος : Aναφέρεται κυρίως στην αντικατάσταση της κλασσικής εργοστασιακής πολλαπλής εξαγωγής, στην οποία όλοι οι αυλοί εξερχόμενοι από κάθε κύλινδρο καταλήγουν σε 1 (για ψαγμένους περί των μηχανών).

Ματίνες:  Γούτσικες γλυκές ματιές, γεμάτες νόημα, τις οποίες κάνουμε στον άλλον είτε με πάθος, αλλά κυρίως  για πλάκα.

Καρτουνίσιο : Όταν  κοροϊδεύουμε κάποιον.

Πιστολίαζω:  Δεν πληρώνω λογαριασμό. Τρώω ‘’χυλόπιτα’’ από γυναίκα (με πιστόλιασε)
Λαμπάδα: Η κακόγουστα και υπερβολικά ντυμένη γυναίκα, συνώνυμο της ‘’λατέρνας’’.

Μασελάδικο:  Χαρακτηρισμός από τους νέους  για τόπο, πόλη, κατάστημα ή σημείο όπου οι θαμώνες τα έχουν τα χρονάκια τους. Γνωστά μασελάδικα: Αιδηψός, Καμένα Βούρλα.

Νόμος του Μέρφι: Σειρά κανόνων οι οποίοι αναφέρονται σίγουρα στην «καλή τύχη» . Μάλλον ο πιο διάσημος γκαντέμηςστον πλανήτη είναι ο εισαγόμενος κος Μέρφι.

Βιολί: Η επίμονη από την πλευρά κάποιου άλλου επανάληψη μιας κουβέντας. Σχετικές έννοιες: τροπάριο, αμανές, μπίρι –μπίρι.

Σουφλέ: Όταν  τα πράγματα δεν πάνε καλά.

Τουρλοκωλιάζομαι: Είναι το πέσιμο από γλίστρημα ή ζαλάδα(βλέπε επίσης σαβούρα).

Φελλόλογος: Φιλόλογος της κακιάς ώρας που λέει και γράφει ανοησίες, αλλά επιπλέει σαν φελλός.

Ίντυ: Χαϊδευτικά τα indimedia (και ότι καταλάβατε) Indie στα αγγλικά είναι ο ανεξάρτητος. Ως  μουσικολογικός όρος στον ποπ μουσική σκηνή θεωρείται ο εναλλακτικός.

Ζάντα: Aκόμα μια λέξη για το πόσο μεθυσμένος είναι κάποιος.

Φλεξάρω: Από το αγγλικό  «flex» που σημαίνει «επιδεικνύω» και τη γνωστή σε πολλά αντίστοιχα ‘’ρήματα’’  ελληνική κατάληξη  -αρω. Σημαίνει καυχιέμαι  για κάτι δικό μου και το δείχνω επιδεικτικά σε άλλους.

Μόντουλ: Ειδική διάταξη με την οποία μπορεί κανείς να αυξήσει την απόδοσή του.

Σηντάρω: Λέξη από τα κατεβαστήρια, τα οποία χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:  τους σήντερς (seeders) και τους λίτσερς (leech).

Σηντάρω,  σημαίνει  παρέχω δεδομένα, είμαι καλό παιδί και κουλ τυπάκι.

Λιτσάρω,  σημαίνει  ότι μόνο κατεβάζω,  είμαι παρτάκιας και πανί με πανί (εδώ έρχεται και η αργκό να συμπληρώσει ‘’τη μετάφραση’’.

Τσοπαλιάζομαι: Σκοντάφτω και περδικλώνομαι.

Παταούγκα: Πεϊνιρλί με πατάτα και ρώσικη, αλλά το λένε κοροϊδευτικά όπως  η λέξη ‘’κεφτές’’.

Καλό σερφάρισμα  – ‘’ελληνικότατη πλέον λέξη’’ –   στο διαδίκτυο !