Έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος ηθοποιός Κώστας Καζάκος

Σε ηλικία 87 ετών πέθανε ο ηθοποιός Κώστας Καζάκος, ο οποίος τον τελευταίο καιρό νοσηλευόταν στον Ευαγγελισμό.

Τις τελευταίες εβδομάδες ο Κώστας Καζάκος νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες έπασχε από σοβαρό αναπνευστικό πρόβλημα.

Μάλιστα, η υγεία του είχε επιβαρυνθεί τον τελευταίο καιρό καθώς νόσησε με κορωονοϊό.

Επίσης, τον Απρίλιο είχε αναγκαστεί να αποχωρήσει λίγο πριν την πρεμιέρα από τη θεατρική παράσταση «Ματωμένα Χώματα» για λόγους υγείας.

Ο Κώστας Καζάκος γεννήθηκε το 1935 στον Πύργο Ηλείας. Με την ενηλικίωσή του, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει παιδαγωγικά, ωστόσο η αριστερή κληρονομιά από τον πατέρα του ήταν η αιτία να τύχει αρνητικής αντιμετώπισης.

Όταν του ζητούσαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων δεν το έδωσε με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αλλάξει σταδιοδρομία. Έτσι αποφάσισε να εγγραφεί στην Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, όπου φοίτησε από το 1953 έως το 1956 και στη Δραματική Σχολή Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν (1954-1957). Είχε διατελέσει αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Ελεύθερου Θεάτρου και Πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης. Παράλληλα ήταν ιδρυτικό μέλος του Ελληνοαραβικού Συνδέσμου και μέλος της Επιτροπής Αδείας Άσκησης του Επαγγέλματος του Ηθοποιού.

Υπήρξε αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Ελεύθερου Θεάτρου και Πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης. Παράλληλα ήταν ιδρυτικό μέλος του Ελληνοαραβικού Συνδέσμου και μέλος της Επιτροπής Αδείας Άσκησης του Επαγγέλματος του Ηθοποιού.

Τιμήθηκε με τον «Χρυσό Απόλλωνα», βραβείο ηθοποιού Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών το 1967, και Α΄ Χρυσό Βραβείο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1973 για την αρτιότερη θεατρική παραγωγή («Λυσιστράτη»).

Τιμήθηκε ακόμα με το Βραβείο της Ένωσης Θεατρικών Συγγραφέων και Κριτικών για το σύνολο της προσφοράς του. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2007 και του Οκτωβρίου 2009 εκλέχθηκε βουλευτής με το ΚΚΕ, ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας.

Ακόμη τιμήθηκε με το Βραβείο της Ένωσης Θεατρικών Συγγραφέων και Κριτικών για το σύνολο της προσφοράς του.

Στα γυρίσματα του πολεμικού δράματος του Ντίνου Δημόπουλου σε σενάριο Νίκου Φώσκολου «Κοντσέρτο για πολυβόλα» έγινε ζευγάρι με την Τζένη Καρέζη και παντρεύτηκαν το 1968. Εν όψει του γάμου, ο Κώστας Καζάκος, που ήταν πάντα πολιτικοποιημένος, κλήθηκε από την αστυνομία να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Το 1969 απέκτησε τον γιο τους, τον επίσης ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο. Το 1997 παντρεύτηκε με την ηθοποιό Τζένη Κόλλια. Μαζί απέκτησαν  τέσσερα παιδιά: τον Αλέξανδρο (γεν. 1997), την Άρτεμι-Γεωργία (γεν. 1998), την Ηλέκτρα (γεν. 2002) και τη Μάγια (γεν. 2008). Η Άρτεμις-Γεωργία έχασε τη ζωή της στις 25 Ιουνίου 1999, σε ηλικία 8 μηνών και μία εβδομάδα μετά την βάπτισή της, πάσχοντας από μία σπάνια ασθένεια.

Πολιτικά ενταγμένος στο ΚΚΕ, ο Κώστας Καζάκος διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης (ΠΑΠΟΚ), ενός καλλιτεχνικού οργανισμού που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και προσέφερε αξιόλογο πολιτιστικό έργο από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έως και τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Από το 2007 έως το 2012 διετέλεσε βουλευτής Επικρατείας του ΚΚΕ.

Η πρώτη εμφάνιση στο θεατρικό σανίδι

Ο Κώστας Καζάκος ήταν ένα από τα μεγάλα ταλέντα που πέρασαν το κατώφλι του Θεάτρου Τέχνης. Η πρώτη του εμφάνιση στο θεατρικό σανίδι έγινε το 1957 στο έργο του Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία».

Ηθοποιός, σκηνοθέτης και πρώην βουλευτής, άνθρωπος στωικός, σοβαρός και με «ατσάλινο νευρικό σύστημα». «Δίνουμε εξετάσεις δύο φορές τον χρόνο, δύο φορές τον χρόνο ψάχνουμε δουλειά», έλεγε. «Είναι άγρια η συνθήκη για τον κόσμο του θεάτρου».

«Μεγαλώσαμε με καλές συνθήκες, αλλά μετά είχαμε ανατροπές, πουλήσαμε σπίτια» έλεγε, όταν θυμόταν τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισε η οικογένειά του λόγω των πολιτικών της φρονημάτων.

Ήταν δεκατριών ετών όταν μετακόμισαν στην Αθήνα. Ο πατέρας του, στατιστικός υπάλληλος της Νομαρχίας Πύργου, ήταν εξορία, ο ίδιος δούλευε για να συντηρήσει την οικογένεια και παράλληλα φοιτούσε στο Νυχτερινό Γυμνάσιο Παγκρατίου.

Τελείωσε το σχολείο το 1952 «από μανία», όπως έλεγε, «είχα μάθει τέχνες, χαμαλίκια, τα αδέλφια μου ήταν μωρά, αλλά αντέξαμε, κανονικά θα έπρεπε να έχουμε χαθεί. Η μάνα μου ήταν το στήριγμα, μου μετέφερε τις ευθύνες του πατέρα και αυτό με κράτησε όρθιο σε μια άγρια κατάσταση, ήταν ζούγκλα η Αθήνα τότε για εμάς από την επαρχία. Αλλά και το πάθος για τα γράμματα έπαιξε καθοριστικό ρόλο, με κράτησε ενεργό, όλα τα παιδιά της οικογένειας έμαθαν γράμματα», έλεγε. 

«Ένα από τα χαρακτηριστικά μου είναι πως με ό,τι και να καταπιανόμουν έπεφτα με τα μούτρα, προσπαθούσα να το κάνω με όλο μου το είναι. Ό,τι και να γινόμουν, θα το έκανα με όλες μου τις δυνάμεις».

Ο Κώστας Καζάκος είχε εντελώς άλλες επιθυμίες, ήθελε να γίνει φιλόλογος. «Ποτέ δεν σκέφτηκα να γίνω ηθοποιός και πάλευα να ετοιμαστώ για μια τέτοια κατεύθυνση». Πήγε να γραφτεί στη Φιλοσοφική, αλλά λόγω των αριστερών φρονημάτων της οικογένειάς του δεν έγινε δεκτός. Η πόρτα του πανεπιστημίου έκλεισε για πάντα, αλλά το κυνηγητό εναντίον της οικογένειας συνεχίστηκε όλη τη δεκαετία του ’50, κατά την οποία, όπως θυμόταν, άλλαξαν σαράντα γειτονιές.

Αυτός ο κόσμος τον γοήτευσε και δούλεψε γι’ αυτόν με προσήλωση. Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά ήταν το 1956 στη σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου που ήταν καθηγητής στη σχολή, την «Αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Έπαιξε τον Πλούτωνα, έτσι γνώρισε τον Κάρολο Κουν, που έκανε μαθήματα στη Σχολή Σταυράκου, και πήγε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης.

«Ένα από τα χαρακτηριστικά μου είναι πως με ό,τι και να καταπιανόμουν έπεφτα με τα μούτρα, προσπαθούσα να το κάνω με όλο μου το είναι. Ό,τι και να γινόμουν θα το έκανα με όλες μου τις δυνάμεις», έλεγε, «θα έδινα τον καλύτερο εαυτό μου όποια δουλειά και να έκανα, είναι το είδος μου τέτοιο που βάζω το κεφάλι κάτω και δουλεύω. Και ο Κουν γι’ αυτό με κράτησε».

«Ήμουν φροντιστής στο θέατρο και έπαιζα μικρούς ρόλους, αλλά στο τρίτο έτος, μετά τον “Κύκλο με την κιμωλία”, ξεκίνησα να παίζω στο “Ψηλά απ’ τη γέφυρα” του Άρθουρ Μίλερ . Εκεί σκέφτηκα ότι πατούσα στα πόδια μου. Βέβαια η αμφισβήτηση είναι κάτι μόνιμο, αλλά με τον χρόνο καταλάβαμε τις εσωτερικές διεργασίες, το κίνητρο για να κάνουμε ό,τι κάνουμε.

Το κερδίσαμε δίπλα στον Κουν, χάρη στην ευγένεια, την πνευματική ακτινοβολία και τους υψηλούς πνευματικούς στόχους που είχε. Δεν τους καταλαβαίναμε καν, αλλά μας ενέπνεε ώστε να προσπαθούμε να πετύχουμε. Ήταν το μεγάλο κίνητρο. Ήταν μοναστήρι το Θέατρο Τέχνης, κλεινόμασταν μερόνυχτα εκεί, στο Υπόγειο».

Τα επόμενα χρόνια έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε σπουδαία έργα συγγραφέων όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης «Η αυλή των θαυμάτων», ο Κάρλο Γκολντόνι «Λοκαντιέρα», ο Ζαν-Πολ Σαρτρ «Νεκροί χωρίς τάφο», ο Τενεσί Ουίλιαμς «Γυάλινος Κόσμος», αλλά και σε έργα του Σοφοκλή «Αντιγόνη» και του Αριστοφάνη «Όρνιθες» στο Θέατρο Τέχνης και στους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Άννας Συνοδινού και της Έλλης Λαμπέτη.

Το 1956 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο κινηματογραφικό πανί και συγκεκριμένα στην σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. 

Τα επόμενα χρόνια πρωταγωνίστησε στις ταινίες «Το μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), «Το παρελθόν μίας γυναίκας» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Η λεωφόρος του μίσους» (1968) του Νίκου Φώσκολου, «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969) του ίδιου σκηνοθέτη, «Κονσέρτο για πολυβόλα» (1967) και «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970) του Ντίνου Δημόπουλου,  «Λυσιστράτη» (1972) του Γιώργου Ζερβουλάκου, «Ιφιγένεια» (1977) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζήμα, «Ο δραπέτης» (1991) του Λευτέρη Ξανθόπουλου και άλλες.

Ταινία  σταθμός το «Κονσέρτο για πολυβόλα»

Η ταινία-σταθμός στη ζωή του – και τεράστια επιτυχία της εποχής – ήταν το πολεμικό δράμα του Ντίνου Δημόπουλου σε σενάριο Νίκου Φώσκολου «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), όπου στα γυρίσματα γνώρισε, ερωτεύτηκε και τελικά παντρεύτηκε την συμπρωταγωνίστρια του Τζένη Καρέζη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον γνωστό ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο. Μέχρι το θάνατο της σπουδαίας ηθοποιού το 1992 θα είναι ένα από τα δύο καλλιτεχνικά ζευγάρια που θα δεσπόζουν στο εγχώριο σταρ-σίστεμ (το άλλο ήταν το ζευγάρι Βουγιουκλάκη – Παπαμιχαήλ).