Η κυβέρνηση να διαφυλάξει τον ηθικό νόμο.

Από τον Απόστολο Δοξιάδη

Είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των ανθρώπων που ψήφισαν ΝΔ, οι οποίοι εκφράζουν τη δυσαρέσκεια ή και την οργή τους για τον τρόπο που λειτουργεί η Εξεταστική Επιτροπή υπό τον συγκεκριμένο πρόεδρο. Οι ζωές πενήντα επτά αθώων που χάθηκαν, αναγκάζουν την κυβέρνηση, αν θέλει να φερθεί σύμφωνα με την ηθική επιταγή, να καταστήσει δυνατή τη διερεύνηση των ευθυνών σε όλο τους το μήκος και το πλάτος.

Κανένας νόημων ψηφοφόρος της κυβέρνησης που πιστεύει στο κράτος δικαίου δεν είναι περήφανος με τα όσα συμβαίνουν στην Εξεταστική Επιτροπή για το φονικό δυστύχημα των Τεμπών. Η συμπεριφορά του προέδρου της, για να το πω ευγενικά, δεν αποτελεί κόσμημα για το Κοινοβούλιο. Ο τρόπος που χειρίζεται την υπόθεση μόνο υποδειγματικός δεν είναι. Την άρνησή του να καλέσει κάποιους μάρτυρες που είναι πιθανό να αποδεικνύονταν καίριοι –την πιθανολογία στις διατυπώσεις μου, τα «ίσως» και τα «πιθανόν», τα επιβάλλει η σοβαρότητα, καθώς στο στάδιο αυτό αναζητούνται ενδείξεις και όχι αποδείξεις– τη χειροτερεύει και ο τρόπος του, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί απόδειξη, και όχι απλή ένδειξη, της ποιότητας τους ήθους του. Οταν υπάρχουν πενήντα επτά αθώα θύματα, ο κύριος υπεύθυνος της πολιτικής έρευνας του φονικού δυστυχήματος δεν αρκεί να είναι άμεμπτος, πρέπει και να φαίνεται. Και ο συγκεκριμένος πρόεδρος της Εξεταστικής, όπως και να το κάνουμε, δεν φαίνεται. Είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των ανθρώπων που ψήφισαν την κυβέρνηση, που είτε δημόσια είτε σε ιδιωτικές συζητήσεις εκφράζουν τη δυσαρέσκεια ή και την οργή τους για τον τρόπο που λειτουργεί η υπό τον συγκεκριμένο πρόεδρο Επιτροπή. Και αυτός ο αριθμός κάτι πρέπει να δείξει στην κυβέρνηση. Βέβαια, σε μια ευνομούμενη πολιτεία, ούτε ο λαός νομοθετεί δια βοής, ούτε τα εκλεγμένα όργανα πρέπει να λειτουργούν βάσει δημοσκοπήσεων. Αλλά η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται τώρα σε μια ιδιότυπη συνθήκη: ουσιαστικά κυβερνά χωρίς αντιπολίτευση. Κατά συνέπεια, η συνηθισμένη δήλωση των εκλεγομένων πολιτικών τις βραδιές των εκλογών ότι θα κυβερνήσουν «εκ μέρους όλων των Ελλήνων» για ετούτη την κυβέρνηση, εδώ και τώρα, δεν είναι κοινοτοπία. Είναι η πραγματικότητα. Η αντιπολίτευση βέβαια είναι και υπαρκτή και λαλίστατη μέσα στην Εξεταστική Επιτροπή. Αλλά, με εξαίρεση σπάνιες παρεμβάσεις, ούτε και για τους δικούς της εκπροσώπους μπορούμε να είμαστε περήφανοι ως πολίτες. Δίνουν απλώς την εντύπωση ότι τους δόθηκε η χρυσή ευκαιρία να χτυπήσουν έναν στόχο που είναι άκρως ευάλωτος και αυτό οι περισσότεροι το κάνουν χωρίς συναίσθηση της πραγματικής τους ευθύνης, πρόχειρα, συνωμοσιολογικά, λαϊκίστικα. Αλλά η συμπεριφορά των εκπροσώπων της αντιπολίτευσης στην Επιτροπή δεν βαραίνει την κυβέρνηση. Αντίθετα, τη βαραίνει η πολλαπλάσια του εκλογικού της ποσοστού δύναμη που της δίνει η απουσία αντιπολίτευσης στο επίπεδο ηγεσίας, αυτή ακριβώς που αποτυπώνουν και οι δημοσκοπήσεις. Εχουμε τις διαβεβαιώσεις και του Πρωθυπουργού και του αρμόδιου υπουργού ότι η Δικαιοσύνη προχωρεί με άψογες διαδικασίες την ανάκριση για το φονικό δυστύχημα, και προσωπικά δεν έχω κανέναν λόγο να το αμφισβητώ. Ομως εδώ, πέραν των διαβεβαιώσεων, υπάρχει και ο λεγόμενος «ελέφαντας στο δωμάτιο»: η Δικαιοσύνη δεν έχει τη δυνατότητα στο στάδιο της ανάκρισης να αποδώσει ευθύνες σε πολιτικά πρόσωπα, και άρα να τους απαγγείλει κατηγορίες. Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο η Βουλή – αν όμως η Εξεταστική Επιτροπή δεν βγάλει πόρισμα που να οδηγεί σε Προανακριτική Επιτροπή, η δυνατότητα να διερευνηθούν δικανικά οι ευθύνες πολιτικών για το τραγικό δυστύχημα καταργείται. Για να διερευνηθούν, από εκεί και πέρα, θα πρέπει οι ενδείξεις ευθυνών πολιτικών προσώπων να προκύψουν στη δίκη, οπότε το δικαστήριο πλέον να ζητήσει την άρση της ασυλίας τους. Με ετούτο το σενάριο υπάρχουν όμως δύο μεγάλα προβλήματα: Το πρώτο είναι ότι η πείρα μας δείχνει πως αν τα πολιτικά πρόσωπα δεν έχουν παραπεμφθεί εξαρχής, είναι πάρα πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να οδηγήσει στην παραπομπή τους η ακροαματική διαδικασία. Ο λόγος είναι ότι στη διάρκεια  της δίκης μόνο οι κατηγορούμενοι και οι συνήγοροί τους έχουν συμφέρον να επικαλεστούν την ευθύνη πολιτικών, για να μειώσουν τις ευθύνες τους, και κάθε τέτοια επίκληση θα ηχεί στην αίθουσα ενός δικαστηρίου ως δικαιολογία. Το δεύτερο πρόβλημα είναι πολύ σοβαρότερο: αν φτάσουμε στο σημείο ένα δικαστήριο να ζητήσει την άρση της ασυλίας πολιτικών, αυτό θα αποτελεί κόλαφο για το Κοινοβούλιο, που σημαίνει κυρίως για την πλειοψηφία του, που δεν παρέπεμψε από μόνο του τα μέλη του –προς διερεύνηση, πάντα, όχι προς καταδίκη. Είναι παλιό ρητό των ποινικών δικηγόρων: «Αν υπάρχει κάτι πιθανώς μεμπτό για τον κατηγορούμενο, είναι πολύ καλύτερο γι’ αυτόν να το θέσει στο δικαστήριο η υπεράσπιση, παρά οι κατήγοροι». Μια παραλλαγή αυτού ισχύει και εδώ: αν υπάρχει κάποια πιθανότητα να έχουν ευθύνη για το τραγικό δυστύχημα πολιτικοί – και κανένας άνθρωπος δεν έχει σε αυτό το στάδιο το δικαίωμα να φορέσει τον μανδύα του Ανώτατου Δικαστή και να την αποκλείσει–, είναι πολύ καλύτερο να την αναδείξουν οι πολιτικοί παρά οι δικαστές. Και πιθανότητα εδώ δεν σημαίνει, βέβαια, καταδίκη αλλά παραπομπή προς περαιτέρω διερεύνηση. Κατά τη γνώμη μου, και πιστεύω όχι μόνο τη δική μου –είναι καίριο για την αξιοπιστία της άποψής μου μου να δηλώσω εδώ ότι ψήφισα την παρούσα κυβέρνηση και συνεχίζω να την υποστηρίζω, ως απλός πολίτης– η Εξεταστική Επιτροπή δεν έχει το δικαίωμα να παύσει με την εξουσία της την έρευνα των πιθανών ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων είτε της κυβέρνησης κατά τον χρόνο του δυστυχήματος είτε και της προηγούμενης, αφού βέβαια κάποιες ευθύνες ίσως έχουν ρίζα στο παρελθόν. Και αυτό ακριβώς θα κάνει αν δεν παραπέμψει το ζήτημα για περαιτέρω διερεύνηση, σε Προανακριτική Επιτροπή. Βέβαια, αν η Εξεταστική Επιτροπή είχε δείξει ως τώρα δείγματα άψογης λειτουργίας, ίσως το δικαίωμα αυτό να το είχε κερδίσει. Δυστυχώς όμως αυτό δεν συνέβη, με ευθύνη κυρίως του προέδρου της αλλά και της πολιτικής εντολής που οι περισσότεροι πολίτες πιστεύουν ότι αυτός εκφράζει. Το αν η πίστη αυτή αδικεί την κυβέρνηση θα φανεί όταν η Εξεταστική βγάλει το πόρισμά της. Προς το παρόν, αναγκαστικά, η κυβέρνηση κρίνεται για την επιλογή του προέδρου της. Απαξ και δήλωσα ψηφοφόρος και υποστηρικτής της κυβέρνησης, οι αναγνώστες δικαιούνται να σκεφτούν ότι τα παραπάνω τα γράφω κρίνοντας τι συμφέρει την κυβέρνηση πολιτικά. Ομως, παρά το γεγονός ότι όντως πιστεύω ότι η δικαστική διερεύνηση της τυχόν ευθύνης πολιτικών προσώπων συμφέρει πολιτικά την κυβέρνηση, δεν είναι αυτός ο λόγος που με κίνησε να γράψω. Ο λόγος είναι ότι ενώ η πολιτική και η ηθική κατά κανόνα δεν προχωρούν χέρι-χέρι –οι πολιτικοί άλλωστε ελέγχονται από το Σύνταγμα και τους νόμους, όχι την ηθική σκέψη και φιλοσοφία– σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις οι πολιτικοί οφείλουν να επωμισθούν ατόφιο το βάρος της ηθικής ευθύνης όπως το αντιλαμβάνεται η ανθρωπιά, στην πιο βαθιά της σημασία. Ή, για να το πω με όρους αρχαίας τραγωδίας, υπάρχουν κάποιες ακραίες περιπτώσεις όπου ο Κρέων οφείλει να πάρει το μέρος της Αντιγόνης. Μια τέτοια ακραία περίπτωση είναι και το φονικό δυστύχημα των Τεμπών. Οι ζωές πενήντα επτά αθώων που χάθηκαν, χάρη στην εμπιστοσύνη τους σε έναν φορέα που ανήκει στη σφαίρα της εξουσίας του Δημοσίου, αναγκάζει την κυβέρνηση, αν θέλει να φερθεί σύμφωνα με την ηθική επιταγή, να καταστήσει δυνατή τη διερεύνηση των ευθυνών σε όλο τους το μήκος και το πλάτος. Για να το κάνει αυτό όμως δεν αρκεί να εγγυηθεί, όπως ήδη κάνει, το αδιάβλητο των δικαστικών ερευνών. Πρέπει να θέσει στη διάθεση της Δικαιοσύνης, προς διερεύνηση, τους πολιτικούς που πιθανώς να έχουν ποινικές ευθύνες για το φονικό δυστύχημα. Ενα ενδεχόμενο πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής το οποίο ουσιαστικά θα παύει τη δυνατότητα της δικαστικής διερεύνησης των ευθυνών πολιτικών προσώπων θα είναι μεγάλη ηθική ήττα της κυβέρνησης.

  • Ο Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας

Φωτογραφία: Workenter

Πηγή: Protagon.gr