Το πρόβλημα δεν είναι ο Σαμαράς – είναι η πολιτική σας

Ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα μοιάζει να διέρχεται μια κρίσιμη περίοδο φθοράς. Όποιος διατυπώνει άποψη διαφορετική από τη γραμμή της κυβέρνησης, δεν απαντάται πολιτικά – χαρακτηρίζεται αυτόματα «κινηματίας», «υπονομευτής» ή επίδοξος «ιδρυτής κόμματος». Ο αποκλεισμός κάθε εναλλακτικής φωνής συνιστά ανησυχητικό φαινόμενο, όχι μόνο για τη Νέα Δημοκρατία, αλλά για τη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας.

Ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς –διαγραμμένος από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. μετά από προσωπική απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη– διατύπωσε δημόσια, μέσω άρθρου του στα «Νέα», ερωτήματα ουσίας για την πορεία της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής στρατηγικής. Αντί να λάβει πολιτικές απαντήσεις, αντιμετωπίστηκε περίπου ως εχθρός της σταθερότητας. Το ερώτημα, ωστόσο, δεν είναι αν ο Σαμαράς «θέλει να ρίξει την κυβέρνηση», αλλά αν η κυβέρνηση μπορεί να σταθεί όρθια απέναντι στις προκλήσεις που έρχονται.

Η ανησυχία ενός πρώην πρωθυπουργού για την απουσία της Ελλάδας από κρίσιμες διεθνείς εξελίξεις, για την απομόνωση από συμμάχους όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία, ή για την επιρροή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, δεν είναι ούτε «πολιτική φιλοδοξία» ούτε «υπονόμευση». Είναι θεσμικό καθήκον. Κι αν η Ν.Δ. επιλέγει να αποσιωπά τέτοια ερωτήματα για να αποφύγει την εσωκομματική πίεση, τότε αποδυναμώνει τον εαυτό της.

Ο εθνικός δημόσιος λόγος δεν μπορεί να περιστρέφεται γύρω από το αν θα ιδρύσει κόμμα ο Αντώνης Σαμαράς. Η ουσία είναι ότι ένας ευρύτερος πολιτικός χώρος, μεταξύ 16% και 23% του εκλογικού σώματος, αισθάνεται πλέον ακάλυπτος ιδεολογικά και πολιτικά. Η ερώτηση δεν είναι ποιος θα καλύψει αυτό το κενό – το πρόβλημα είναι ποιος το δημιούργησε. Και η απάντηση βρίσκεται στην ίδια την πολιτική της κυβέρνησης.

Όταν ένα κόμμα, που ιστορικά εκφράζει τον συντηρητικό και πατριωτικό χώρο, επιλέγει να αγνοεί εθνικά θέματα, να θεσμοθετεί κοινωνικά ζητήματα χωρίς διάλογο, να αποσύρει την αναφορά στη γενοκτονία των Ποντίων, να επιτρέπει κυβερνητικά στελέχη να μιλούν για «Βόρεια Κύπρο», όταν αποτυγχάνει να εξηγήσει στον πολίτη γιατί επιμένει στην πανάκριβη αγορά εξοπλισμών, ενώ άλλες χώρες επενδύουν στην παραγωγή, τότε το πρόβλημα είναι πολιτικό. Όχι προσωπικό.

Η δημόσια αντιπαράθεση δεν λύνεται με υπαινιγμούς περί «προθέσεων», αλλά με ξεκάθαρες απαντήσεις. Η Τουρκία οικοδομεί στρατηγικές συμμαχίες, πατάει γερά στις Βρυξέλλες και εξάγει τεχνολογία άμυνας. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα παραμένει θεατής, επενδύοντας σε προσδοκίες πολιτικής στήριξης που δεν υλοποιούνται ποτέ. Και σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, το μοναδικό που απασχολεί την κυβερνητική ηγεσία είναι μήπως κάποιος… της «κλέψει την καρέκλα».

Το κόμμα της Ν.Δ. μοιάζει πλέον με μηχανισμό εξουσίας που δεν ανέχεται τη διαφωνία. Αντί να δίνει εξηγήσεις για θέματα στρατηγικής σημασίας –την Κάσο, το Καστελόριζο, τη Βόρεια Κύπρο, τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Γερμανία– επιλέγει να στοχοποιεί εσωτερικά της πρόσωπα. Κι όμως, δεν ήταν ο Αντώνης Σαμαράς που μίλησε πρώτος για το κενό εκπροσώπησης· ήταν ο λαός της Ν.Δ. που ψιθυρίζει εδώ και καιρό πως δεν αναγνωρίζει την παράταξή του.

Η πολιτική σταθερότητα δεν διασφαλίζεται με αποσιώπηση. Και η πολιτική ηγεσία δεν απειλείται από τον διάλογο – απειλείται όταν παύει να εκπροσωπεί. Ο ελληνικός λαός έχει κάθε δικαίωμα να ανησυχεί, να ρωτά και να απαιτεί απαντήσεις. Κι όσο η κυβέρνηση τις αποφεύγει, το πρόβλημα θα διογκώνεται. Όχι επειδή κάποιος «θέλει να ρίξει την κυβέρνηση», αλλά επειδή η ίδια η κυβέρνηση μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται τις ανάγκες της βάσης της.

Η χώρα δεν έχει πολυτέλεια για πολιτικούς αυτοματισμούς. Χρειάζεται νηφαλιότητα, ειλικρίνεια και στρατηγική. Και, πρωτίστως, σεβασμό στη διαφορετική άποψη. Όχι διώξεις, όχι καχυποψία, όχι καθεστωτικές λογικές. Ο πολιτικός χρόνος κυλά, και οι πολίτες δεν πείθονται πλέον με συνθήματα. Θέλουν απαντήσεις. Η Ν.Δ. οφείλει να τις δώσει – όχι στον Αντώνη Σαμαρά, αλλά στην Ελλάδα.

Άρθρο γνώμης βασισμένο σε πολιτικό κείμενο του Μανώλη Κοττάκη